συγκεράζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συγκεράζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συγκεράω / συγκερῶ < αρχαία ελληνική συγκεράννυμι[1] < συν- + κεράννυμι

Προφορά

ΔΦΑ : /siŋ.ɟeˈɾa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συγκεράζω

Ρήμα

συγκεράζω (παθητική φωνή: συγκεράζομαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.