καύσων
Νέα ελληνικά (el)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | καύσων | οἱ | καύσωνες | ||||
| γενική | τοῦ | καύσωνος | τῶν | καυσώνων | ||||
| δοτική | τῷ | καύσωνῐ | τοῖς | καύσωσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | καύσωνᾰ | τοὺς | καύσωνᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | καύσων | καύσωνες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καύσωνε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | καυσώνοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία 1
- καύσων (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική θέμα καυσ (αρχαία ελληνική καίω, όπως στον αόριστο ἔκαυσα) [1] + -ων
Ουσιαστικό
καύσων, -ωνος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Ετυμολογία 2
- καύσων: μετοχή, κλιτικός τύπος
Μετοχή
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | καύσων | ἡ | καύσουσᾰ | τὸ | καῦσον |
| γενική | τοῦ | καύσοντος | τῆς | καυσούσης | τοῦ | καύσοντος |
| δοτική | τῷ | καύσοντῐ | τῇ | καυσούσῃ | τῷ | καύσοντῐ |
| αιτιατική | τὸν | καύσοντᾰ | τὴν | καύσουσᾰν | τὸ | καῦσον |
| κλητική ὦ! | καύσων | καύσουσᾰ | καῦσον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | καύσοντες | αἱ | καύσουσαι | τὰ | καύσοντᾰ |
| γενική | τῶν | καυσόντων | τῶν | καυσουσῶν | τῶν | καυσόντων |
| δοτική | τοῖς | καύσουσῐ(ν) | ταῖς | καυσούσαις | τοῖς | καύσουσῐ(ν) |
| αιτιατική | τοὺς | καύσοντᾰς | τὰς | καυσούσᾱς | τὰ | καύσοντᾰ |
| κλητική ὦ! | καύσοντες | καύσουσαι | καύσοντᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καύσοντε | τὼ | καυσούσᾱ | τὼ | καύσοντε |
| γεν-δοτ | τοῖν | καυσόντοιν | τοῖν | καυσούσαιν | τοῖν | καυσόντοιν |
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «λήγων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
καύσων, -ουσα, -ον
- ουδέτερο: τὸ καῦσος
Αναφορές
- «καύσωνας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- καύσων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καύσων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.