char

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

char < συντομογραφία του character

Συντομομορφή

char (en)



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

char (fr) αρσενικό

  1. το άρμα (το αρχαίο πολεμικό άρμα, το σημερινό άρμα μάχης, το άρμα του καρναβαλιού
  2. το τανκ, το ερπυστριοφόρο
  3. (Καναδάς) το αυτοκίνητο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.