καυχησιάρικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καυχησιάρικος | η | καυχησιάρικη | το | καυχησιάρικο |
| γενική | του | καυχησιάρικου | της | καυχησιάρικης | του | καυχησιάρικου |
| αιτιατική | τον | καυχησιάρικο | την | καυχησιάρικη | το | καυχησιάρικο |
| κλητική | καυχησιάρικε | καυχησιάρικη | καυχησιάρικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καυχησιάρικοι | οι | καυχησιάρικες | τα | καυχησιάρικα |
| γενική | των | καυχησιάρικων | των | καυχησιάρικων | των | καυχησιάρικων |
| αιτιατική | τους | καυχησιάρικους | τις | καυχησιάρικες | τα | καυχησιάρικα |
| κλητική | καυχησιάρικοι | καυχησιάρικες | καυχησιάρικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καυχησιάρικος < καυχησιάρ(ης) + -ικος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.fçiˈsça.ɾi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καυ‐χη‐σιά‐ρι‐κος
Συγγενικά
- καυχησιάρικα
- → δείτε τις λέξεις καυχησιάρης και καυχιέμαι
Μεταφράσεις
καυχησιάρικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.