καυτηρίαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καυτηρίαση οι καυτηριάσεις
      γενική της καυτηρίασης* των καυτηριάσεων
    αιτιατική την καυτηρίαση τις καυτηριάσεις
     κλητική καυτηρίαση καυτηριάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καυτηριάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καυτηρίαση < μεσαιωνική ελληνική καυτηρίασις < ελληνιστική κοινή καυτηριάζω

Ουσιαστικό

καυτηρίαση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.