καυτηριάσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
καυτηριάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καυτηριάζω
- θα καυτηριάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καυτηριάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
καυτηριάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καυτηρίαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.