θερμοκαυτήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θερμοκαυτήρας | οι | θερμοκαυτήρες |
| γενική | του | θερμοκαυτήρα | των | θερμοκαυτήρων |
| αιτιατική | τον | θερμοκαυτήρα | τους | θερμοκαυτήρες |
| κλητική | θερμοκαυτήρα | θερμοκαυτήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θερμοκαυτήρας < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική thermocautère < αρχαία ελληνική θερμός + καυτήρ < καίω
Ουσιαστικό
θερμοκαυτήρας αρσενικό
- (ιατρική) ειδικό εργαλείο με το οποίο κάνουν θερμοκαυτηριάσεις
Συγγενικά
Μεταφράσεις
θερμοκαυτήρας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.