κατσούφικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατσούφικος η κατσούφικη το κατσούφικο
      γενική του κατσούφικου της κατσούφικης του κατσούφικου
    αιτιατική τον κατσούφικο την κατσούφικη το κατσούφικο
     κλητική κατσούφικε κατσούφικη κατσούφικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατσούφικοι οι κατσούφικες τα κατσούφικα
      γενική των κατσούφικων των κατσούφικων των κατσούφικων
    αιτιατική τους κατσούφικους τις κατσούφικες τα κατσούφικα
     κλητική κατσούφικοι κατσούφικες κατσούφικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατσούφικος < κατσούφης + -ικος

Επίθετο

κατσούφικος

  • (οικείο) που έχει σχέση με κατσούφη, αναφέρεται σ’ αυτόν ή τον χαρακτηρίζει

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.