κατσούφικα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατσούφικα < κατσούφικο + -ας
Συγγενικά
- κατσούφικα
- → δείτε τη λέξη κατσουφιάζω
Μεταφράσεις
κατσούφικα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κατσούφικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κατσούφικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.