κατσί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατσί τα κατσιά
      γενική του κατσιού των κατσιών
    αιτιατική το κατσί τα κατσιά
     κλητική κατσί κατσιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατσί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατσί(ν) < κατσίον. Δείτε αναλυτικά στο ελληνιστικό κάττα και το λατινικό cattus

Ουσιαστικό

κατσί ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ουσιαστικό

κατσί ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.