κατσίν

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κατσίν < κατίν. Δείτε κάτα και το λατινικό cattus

Ουσιαστικό

κατσίν ουδέτερο (πληθυντικός: τα κατσία)

Με διαφορετικές καταλήξεις:

Συνώνυμα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη κάτα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.