γατί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γατί τα γατιά
      γενική του γατιού των γατιών
    αιτιατική το γατί τα γατιά
     κλητική γατί γατιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γατί < μεσαιωνική ελληνική γατί ή γατί(ο)ν < κατίον, υποκοριστικό του κάττα < λατινική cattus

Ουσιαστικό

γατί ουδέτερο

  1. (μικρή ή μικρόσωμη) γάτα
  2. το μωρό της γάτας

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη γάτα

Εκφράσεις

  • γιατί κλάνει το γατί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.