κατοίκησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κατοίκησῐς | αἱ | κατοικήσεις |
| γενική | τῆς | κατοικήσεως | τῶν | κατοικήσεων |
| δοτική | τῇ | κατοικήσει | ταῖς | κατοικήσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | κατοίκησῐν | τὰς | κατοικήσεις |
| κλητική ὦ! | κατοίκησῐ | κατοικήσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κατοικήσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κατοικησέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατοίκησις < κατοικέω, κατοικη- + -σις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: κατοίκηση
Πηγές
- κατοίκησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατοίκησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.