κατοικήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

κατοικήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατοικώ
  2. θα κατοικήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατοικώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κατοικήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατοίκηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.