κατοικέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
κατοικέω
- βρίσκομαι, κείμαι (για πόλη)
- κατοικώ
- αποικίζω
Συγγενικά
- κατοίκησις
- κατοικητήριον
- κατοικητήριος
Σύνθετα
- ἐγκατοικέω
- ἐπικατοικέω
- πετροκατοίκητος
- προκατοικέω
- συγκατοικέω
- συνεισκατοικέω
- εὐκατοίκητος
- ίσως θέλετε να δείτε και το λήμμα κατοικίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.