ανιονικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανιονικός | η | ανιονική | το | ανιονικό |
| γενική | του | ανιονικού | της | ανιονικής | του | ανιονικού |
| αιτιατική | τον | ανιονικό | την | ανιονική | το | ανιονικό |
| κλητική | ανιονικέ | ανιονική | ανιονικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανιονικοί | οι | ανιονικές | τα | ανιονικά |
| γενική | των | ανιονικών | των | ανιονικών | των | ανιονικών |
| αιτιατική | τους | ανιονικούς | τις | ανιονικές | τα | ανιονικά |
| κλητική | ανιονικοί | ανιονικές | ανιονικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανιονικός < ανιόν, (αντιδάνειο) αγγλική anionic
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ανιονικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.