ρεζερβέ
Νέα ελληνικά (el)
Επίθετο
ρεζερβέ άκλιτο
- αυτός που είναι αγκαζαρισμένος, που έχει κρατηθεί
- το εστιατόριο ανοίγει την είσοδο στους θαμώνες του κατόπιν ρεζερβέ
- που βάζω κατά μέρος, που βάζω στην άκρη, έχω ως εφεδρεία
- άσε ένα απόθεμα ρεζερβέ για ώρα έκτακτης ανάγκης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.