ρεζερβέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ρεζερβέ < réservé < participe passé του réserver

Επίθετο

ρεζερβέ άκλιτο

  1. αυτός που είναι αγκαζαρισμένος, που έχει κρατηθεί
    το εστιατόριο ανοίγει την είσοδο στους θαμώνες του κατόπιν ρεζερβέ
  2. που βάζω κατά μέρος, που βάζω στην άκρη, έχω ως εφεδρεία
    άσε ένα απόθεμα ρεζερβέ για ώρα έκτακτης ανάγκης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.