κατασχετήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατασχετήριο τα κατασχετήρια
      γενική του κατασχετήριου
& κατασχετηρίου
των κατασχετήριων
& κατασχετηρίων
    αιτιατική το κατασχετήριο τα κατασχετήρια
     κλητική κατασχετήριο κατασχετήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατασχετήριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κατασχετήριος

Ουσιαστικό

κατασχετήριο ουδέτερο

  1. (νομικός όρος) έγγραφο με νομική ισχύ με το οποίο διενεργείται κατάσχεση
  2. (νομικός όρος) ένταλμα σύλληψης για άτομο που διαφεύγει τη σύλληψη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.