καταστροφολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η καταστροφολόγος οι καταστροφολόγοι
      γενική του/της καταστροφολόγου των καταστροφολόγων
    αιτιατική τον/την καταστροφολόγο τους/τις καταστροφολόγους
     κλητική καταστροφολόγε καταστροφολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταστροφολόγος < καταστροφή + -ο- + -λόγος

Ουσιαστικό

καταστροφολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.