καταστροφολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καταστροφολογία | οι | καταστροφολογίες |
| γενική | της | καταστροφολογίας | των | καταστροφολογιών |
| αιτιατική | την | καταστροφολογία | τις | καταστροφολογίες |
| κλητική | καταστροφολογία | καταστροφολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καταστροφολογία < καταστροφ(ή) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
καταστροφολογία θηλυκό
- τάση κάποιου να μιλά για επερχόμενες καταστροφές, κακές συνέπειες για κάποιο έργο
Μεταφράσεις
καταστροφολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.