κατασήμανση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατασήμανση οι κατασημάνσεις
      γενική της κατασήμανσης* των κατασημάνσεων
    αιτιατική την κατασήμανση τις κατασημάνσεις
     κλητική κατασήμανση κατασημάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατασημάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατασήμανση < κατασημαίνω + -ση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική designation

Ουσιαστικό

κατασήμανση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.