κατασημαίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατασημαίνω < αρχαία ελληνική κατασημαίνω ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική designate)

Ρήμα

κατασημαίνω

  1. (γλωσσολογία, ορολογία) δημιουργώ / επιλέγω / υιοθετώ την κατασήμανση μιας έννοιας
    Η έννοια "εκθέτης στον οποίο όταν υψωθεί το 10 δίνει έναν ορισμένο θετικό αριθμό" κατασημάνθηκε με τον όρο δεκαδικός λογάριθμος (του συγκεκριμένου θετικού αριθμού). Το "θετικό πρόσημο" ενός αριθμού έχει κατασημανθεί με το σύμβολο "+".
  2. (γλωσσολογία, ορολογία) είμαι η κατασήμανση μιας έννοιας
    Ο όρος δεκαδικός λογάριθμος κατασημαίνει την έννοια "εκθέτης στον οποίο όταν υψωθεί το 10 δίνει έναν ορισμένο θετικό αριθμό". Το σύμβολο "+" κατασημαίνει την έννοια "θετικό πρόσημο".

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.