καταρράχτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καταρράχτης | οι | καταρράχτες |
| γενική | του | καταρράχτη | των | καταρραχτών |
| αιτιατική | τον | καταρράχτη | τους | καταρράχτες |
| κλητική | καταρράχτη | καταρράχτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.taˈɾa.xtis/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.