καταπόντισις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | καταπόντισῐς | αἱ | καταποντίσεις | ||||
| γενική | τῆς | καταποντίσεως | τῶν | καταποντίσεων | ||||
| δοτική | τῇ | καταποντίσει | ταῖς | καταποντίσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | καταπόντισῐν | τὰς | καταποντίσεις | ||||
| κλητική ὦ! | καταπόντισῐ | καταποντίσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταποντίσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | καταποντισέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- καταπόντισις < καταποντί(ζω) ( < κατα- + αρχαία ελληνική ποντίζω) + -σις
Ουσιαστικό
καταπόντισις, -εως θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) καταπόντιση
- καταβύθιση στη θάλασσα
- πνίξιμο στη θάλασσα
Συνώνυμα
- καταποντισμός (αρχαία ελληνικά)
Πηγές
- σελ.646.pdf, Τόμος B - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.