καταποντισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταποντισμός οι καταποντισμοί
      γενική του καταποντισμού των καταποντισμών
    αιτιατική τον καταποντισμό τους καταποντισμούς
     κλητική καταποντισμέ καταποντισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταποντισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

καταποντισμός αρσενικό

  1. κατέβασμα πράγματος ως τον βυθό
  2. γεγονός που προκαλεί μεγάλη ζημιά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.