καταποντισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καταποντισμός | οι | καταποντισμοί |
| γενική | του | καταποντισμού | των | καταποντισμών |
| αιτιατική | τον | καταποντισμό | τους | καταποντισμούς |
| κλητική | καταποντισμέ | καταποντισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καταποντισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
καταποντισμός αρσενικό
- κατέβασμα πράγματος ως τον βυθό
- γεγονός που προκαλεί μεγάλη ζημιά
Μεταφράσεις
καταποντισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.