κατάστιχον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κατάστιχον τὰ κατάστιχ
      γενική τοῦ καταστίχου τῶν καταστίχων
      δοτική τῷ καταστίχ τοῖς καταστίχοις
    αιτιατική τὸ κατάστιχον τὰ κατάστιχ
     κλητική ! κατάστιχον κατάστιχ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταστίχω
γεν-δοτ τοῖν  καταστίχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατάστιχον < (συνεκφορά) κατά στίχον < αρχαία ελληνική στίχος < στείχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ- (περπατώ)

Ουσιαστικό

κατάστιχον ουδέτερο

  1. κατάλογος
  2. (κατ’ επέκταση) κατάστιχο, λογιστικό βιβλίο
  3. (κατ’ επέκταση) κτηματολόγιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.