κατάστιχον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | κατάστιχον | τὰ | κατάστιχᾰ |
| γενική | τοῦ | καταστίχου | τῶν | καταστίχων |
| δοτική | τῷ | καταστίχῳ | τοῖς | καταστίχοις |
| αιτιατική | τὸ | κατάστιχον | τὰ | κατάστιχᾰ |
| κλητική ὦ! | κατάστιχον | κατάστιχᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταστίχω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καταστίχοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
κατάστιχον ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.