κτηματολόγιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κτηματολόγιο τα κτηματολόγια
      γενική του κτηματολόγιου
& κτηματολογίου
των κτηματολόγιων
& κτηματολογίων
    αιτιατική το κτηματολόγιο τα κτηματολόγια
     κλητική κτηματολόγιο κτηματολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κτηματολόγιο < κτήματο(ς) + -λόγιο

Ουσιαστικό

κτηματολόγιο ουδέτερο

  1. δημόσιο βιβλίο, ή ηλεκτρονικό μητρώο στο οποίο είναι καταγεγραμμένα λεπτομερειακά (θέση, έκταση, κυριότητα και αξία) τα ακίνητα μιας περιοχής
  2. η υπηρεσία υπεύθυνη για την κυριότητα και μεταβίβαση κτημάτων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.