κατάπικρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατάπικρος | η | κατάπικρη | το | κατάπικρο |
| γενική | του | κατάπικρου | της | κατάπικρης | του | κατάπικρου |
| αιτιατική | τον | κατάπικρο | την | κατάπικρη | το | κατάπικρο |
| κλητική | κατάπικρε | κατάπικρη | κατάπικρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατάπικροι | οι | κατάπικρες | τα | κατάπικρα |
| γενική | των | κατάπικρων | των | κατάπικρων | των | κατάπικρων |
| αιτιατική | τους | κατάπικρους | τις | κατάπικρες | τα | κατάπικρα |
| κλητική | κατάπικροι | κατάπικρες | κατάπικρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατάπικρος < ελληνιστική κοινή κατάπικρος < κατα- + αρχαία ελληνική πικρός
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κατάπικρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.