καστροφύλαξ

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

καστροφύλαξ, λέξη του 12ου, 13ου αιώνα < κάστρ(ον) + -ο- + φύλαξ

Ουσιαστικό

καστροφύλαξ αρσενικό

Συνώνυμα

  • τζάκων (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Συγγενικά

  • καστροφυλαγμένος, καστροφυλαμένος
  • καστροφυλακέω

 και δείτε τη λέξη κάστρον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.