καρύκινος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | καρύκινος | ἡ | καρυκίνη | τὸ | καρύκινον |
| γενική | τοῦ | καρυκίνου | τῆς | καρυκίνης | τοῦ | καρυκίνου |
| δοτική | τῷ | καρυκίνῳ | τῇ | καρυκίνῃ | τῷ | καρυκίνῳ |
| αιτιατική | τὸν | καρύκινον | τὴν | καρυκίνην | τὸ | καρύκινον |
| κλητική ὦ! | καρύκινε | καρυκίνη | καρύκινον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | καρύκινοι | αἱ | καρύκιναι | τὰ | καρύκινᾰ |
| γενική | τῶν | καρυκίνων | τῶν | καρυκίνων | τῶν | καρυκίνων |
| δοτική | τοῖς | καρυκίνοις | ταῖς | καρυκίναις | τοῖς | καρυκίνοις |
| αιτιατική | τοὺς | καρυκίνους | τὰς | καρυκίνᾱς | τὰ | καρύκινᾰ |
| κλητική ὦ! | καρύκινοι | καρύκιναι | καρύκινᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καρυκίνω | τὼ | καρυκίνᾱ | τὼ | καρυκίνω |
| γεν-δοτ | τοῖν | καρυκίνοιν | τοῖν | καρυκίναιν | τοῖν | καρυκίνοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
καρύκινος, -ή, -ον
- (χρώμα) βαθυκόκκινος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 8, 3.3 @scaife.perseus
- ἐπεὶ δὲ τοῖς κρατίστοις διέδωκε τὰς καλλίστας στολάς, ἐξέφερε δὴ καὶ ἄλλας Μηδικὰς στολάς, παμπόλλας γὰρ παρεσκευάσατο, οὐδὲν φειδόμενος οὔτε πορφυρίδων οὔτε ὀρφνίνων οὔτε φοινικίδων οὔτε καρυκίνων ἱματίων·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 8, 3.3 @scaife.perseus
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καρύκη
Πηγές
- καρύκινος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καρύκινος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.