καρυδάτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καρυδάτος | η | καρυδάτη | το | καρυδάτο |
| γενική | του | καρυδάτου | της | καρυδάτης | του | καρυδάτου |
| αιτιατική | τον | καρυδάτο | την | καρυδάτη | το | καρυδάτο |
| κλητική | καρυδάτε | καρυδάτη | καρυδάτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καρυδάτοι | οι | καρυδάτες | τα | καρυδάτα |
| γενική | των | καρυδάτων | των | καρυδάτων | των | καρυδάτων |
| αιτιατική | τους | καρυδάτους | τις | καρυδάτες | τα | καρυδάτα |
| κλητική | καρυδάτοι | καρυδάτες | καρυδάτα | |||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καρυδάτος < καρύδι + -άτος (πβ. μεσαιωνική ελληνική καρυδάτον)
Επίθετο
καρυδάτος
- που έχει το σχήμα του καρυδιού ή ανάλογο μέγεθος ή περιέχει καρύδι (ψίχα καρυδιού)
- (ουσιαστικοποιημένο) καρυδάτο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καρύδι
Μεταφράσεις
καρυδάτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.