καρυδάτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρυδάτος η καρυδάτη το καρυδάτο
      γενική του καρυδάτου της καρυδάτης του καρυδάτου
    αιτιατική τον καρυδάτο την καρυδάτη το καρυδάτο
     κλητική καρυδάτε καρυδάτη καρυδάτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρυδάτοι οι καρυδάτες τα καρυδάτα
      γενική των καρυδάτων των καρυδάτων των καρυδάτων
    αιτιατική τους καρυδάτους τις καρυδάτες τα καρυδάτα
     κλητική καρυδάτοι καρυδάτες καρυδάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καρυδάτος < καρύδι + -άτος (πβ. μεσαιωνική ελληνική καρυδάτον)

Επίθετο

καρυδάτος

  1. που έχει το σχήμα του καρυδιού ή ανάλογο μέγεθος ή περιέχει καρύδι (ψίχα καρυδιού)
  2. (ουσιαστικοποιημένο) καρυδάτο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.