καρπέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρπέτα οι καρπέτες
      γενική της καρπέτας των καρπετών
    αιτιατική την καρπέτα τις καρπέτες
     κλητική καρπέτα καρπέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρπέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική carpette + κατάληξη θηλυκού < αγγλική carpet [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kaɾˈpe.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρπέτα

Ουσιαστικό

καρπέτα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

καρπέτα < (άμεσο δάνειο) βενετική carpeta[1]

Ουσιαστικό

καρπέτα θηλυκό

Αναφορές

  1. καρπέτα -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.