καρπέτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καρπέτα | οι | καρπέτες |
| γενική | της | καρπέτας | των | καρπετών |
| αιτιατική | την | καρπέτα | τις | καρπέτες |
| κλητική | καρπέτα | καρπέτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaɾˈpe.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐πέ‐τα
Αναφορές
- καρπέτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- καρπέτα < (άμεσο δάνειο) βενετική carpeta[1]
Ουσιαστικό
καρπέτα θηλυκό
- (ενδυμασία) είδος γυναικείου φορέματος, σαν φούστα, που κάλυπτε το σώμα από τη μέση προς τα κάτω
Αναφορές
- καρπέτα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.