καραούλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καραούλι | τα | καραούλια |
| γενική | του | καραουλιού | των | καραουλιών |
| αιτιατική | το | καραούλι | τα | καραούλια |
| κλητική | καραούλι | καραούλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καραούλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική karavul + -ι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ɾaˈu.li/
Ουσιαστικό
καραούλι ουδέτερο
- η φρουρά
- (συνεκδοχικά) ο σκοπός, ο φρουρός
- (συνεκδοχικά) το παρατηρητήριο
- (κατ’ επέκταση) η ενέδρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.