καραούλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καραούλι τα καραούλια
      γενική του καραουλιού των καραουλιών
    αιτιατική το καραούλι τα καραούλια
     κλητική καραούλι καραούλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καραούλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική karavul +

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ɾaˈu.li/

Ουσιαστικό

καραούλι ουδέτερο

  1. η φρουρά
  2. (συνεκδοχικά) ο σκοπός, ο φρουρός
  3. (συνεκδοχικά) το παρατηρητήριο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.