καραβόσκυλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καραβόσκυλος | οι | καραβόσκυλοι |
| γενική | του | καραβόσκυλου | των | καραβόσκυλων |
| αιτιατική | τον | καραβόσκυλο | τους | καραβόσκυλους |
| κλητική | καραβόσκυλε | καραβόσκυλοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καραβόσκυλος αρσενικό
- (κυριολεκτικά) σκύλος που ζει σε καράβι
- (μεταφορικά) έμπειρος ναυτικός
- (μεταφορικά) ακοινώνητος, αγριάνθρωπος, μισάνθρωπος
Μεταφράσεις
καραβόσκυλος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.