καραβόσκαρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καραβόσκαρο | τα | καραβόσκαρα |
| γενική | του | καραβόσκαρου | των | καραβόσκαρων |
| αιτιατική | το | καραβόσκαρο | τα | καραβόσκαρα |
| κλητική | καραβόσκαρο | καραβόσκαρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καραβόσκαρο ουδέτερο
Μεταφράσεις
καραβόσκαρο
|
|
Πηγές
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.