καϊκοβάπορο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καϊκοβάπορο τα καϊκοβάπορα
      γενική του καϊκοβάπορου των καϊκοβάπορων
    αιτιατική το καϊκοβάπορο τα καϊκοβάπορα
     κλητική καϊκοβάπορο καϊκοβάπορα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καϊκοβάπορο < καΐκ(ι) + -ο- + βαπόρ(ι) + -ο

Ουσιαστικό

καϊκοβάπορο ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) μεγάλο καΐκι με δύο άλμπουρα, δικάταρτο
  2. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) καράβι με χαμηλή στρογγυλεμένη πρύμνη όπως του καϊκιού
     συνώνυμα:: καραβόσκαρο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.