καπνεμπόριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καπνεμπόριο τα καπνεμπόρια
      γενική του καπνεμπόριου
& καπνεμπορίου
των καπνεμπόριων
& καπνεμπορίων
    αιτιατική το καπνεμπόριο τα καπνεμπόρια
     κλητική καπνεμπόριο καπνεμπόρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καπνεμπόριο < καπν(ός) + -εμπόριο

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.pnemˈbo.ɾi.o/

Ουσιαστικό

καπνεμπόριο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.