καπέλωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καπέλωμα τα καπελώματα
      γενική του καπελώματος των καπελωμάτων
    αιτιατική το καπέλωμα τα καπελώματα
     κλητική καπέλωμα καπελώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καπέλωμα < καπελώνω + -μα

Ουσιαστικό

καπέλωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.