καπέλωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καπέλωμα | τα | καπελώματα |
| γενική | του | καπελώματος | των | καπελωμάτων |
| αιτιατική | το | καπέλωμα | τα | καπελώματα |
| κλητική | καπέλωμα | καπελώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
καπέλωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.