καμπινέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καμπινέ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική cabinet [1]

Ουσιαστικό

καμπινέ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.