καμπανάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καμπανάκι | τα | καμπανάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | καμπανάκι | τα | καμπανάκια |
| κλητική | καμπανάκι | καμπανάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καμπανάκι < καμπάνα
Εκφράσεις
- χτυπάω το καμπανάκι
- δίνω σήμα σε αθλητή ότι μπαίνει στον τελευταίο γύρο
- προειδοποιώ για κάτι σημαντικό
- χτυπάει καμπανάκι: για κάτι που έφτασε σε κρίσιμο σημείο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.