καμπανανθός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καμπανανθός | οι | καμπανανθοί |
| γενική | του | καμπανανθού | των | καμπανανθών |
| αιτιατική | τον | καμπανανθό | τους | καμπανανθούς |
| κλητική | καμπανανθέ | καμπανανθοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
καμπανανθός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.