καμιζόλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καμιζόλα οι καμιζόλες
      γενική της καμιζόλας των (καμιζολών)
    αιτιατική την καμιζόλα τις καμιζόλες
     κλητική καμιζόλα καμιζόλες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καμιζόλα < (άμεσο δάνειο) βενετική camisola < ιταλικά camicia < λατινικά camisia

Ουσιαστικό

καμιζόλα θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.