καμιζόλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καμιζόλα | οι | καμιζόλες |
| γενική | της | καμιζόλας | των | (καμιζολών) |
| αιτιατική | την | καμιζόλα | τις | καμιζόλες |
| κλητική | καμιζόλα | καμιζόλες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καμιζόλα θηλυκό
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.