καλο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

  1. καλο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική grc < καλ(ός) + -ο- < *καλϝός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kal-wo-s < *kal- (όμορφος)
  2. καλο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλο- < επίρρημα καλ(ά) + -ο- < καλός [1]


Προφορά

ΔΦΑ : /ka.lo/

Πρόθημα

καλο-, καλό- ( & καλ- μερικές φορές, πριν από [a])

  1. πρώτο συνθετικό που δίνει στη σύνθετη λέξη τη σημασία του καλού, του ευχάριστου
    καλορίζικος
    καλότυχος
  2. ασυνθετικό που δείχνει ότι αυτό που δηλώνει το βσυνθετικό γίνεται καλά, σωστά
    καλοαναθρεμμένος
    καλακούω

Αντώνυμα

Σύνθετα

  • καλο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα καλο- στο Βικιλεξικό
  • καλό- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα καλό- στο Βικιλεξικό
  • καλ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα καλ- στο Βικιλεξικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

καλο- < επίρρημα καλ(ά) + -ο- < καλός < αρχαία ελληνική καλός
και (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καλο-

Πρόθημα

καλο-, καλό- ( & καλ- μερικές φορές, πριν από [a])

Αντώνυμα

Σύνθετα

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα καλο- στο Βικιλεξικό
  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα καλό- στο Βικιλεξικό
  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα καλ- στο Βικιλεξικό

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

καλο- < καλ(ός) + -ο- < *καλϝός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kal-wo-s < *kal- (όμορφος)

Πρόθημα

καλο-, καλό-

Αντώνυμα

Σύνθετα

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα καλο- στο Βικιλεξικό
  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα καλό- στο Βικιλεξικό
  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα καλ- στο Βικιλεξικό
  • σύνθετες Λέξεις με καλο- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.