καλύκιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | καλύκιον | τὰ | καλύκιᾰ |
| γενική | τοῦ | καλυκίου | τῶν | καλυκίων |
| δοτική | τῷ | καλυκίῳ | τοῖς | καλυκίοις |
| αιτιατική | τὸ | καλύκιον | τὰ | καλύκιᾰ |
| κλητική ὦ! | καλύκιον | καλύκιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καλυκίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καλυκίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλύκιον < αρχαία ελληνική κάλυξ + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Πηγές
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- καλύκιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.