καλυτερεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καλυτερεύω < μεσαιωνική ελληνική καλυτερεύω < καλύτερος + -εύω
Ρήμα
καλυτερεύω
- (μεταβατικό) κάνω κάτι ή κάποιον καλύτερο, βελτιώνω
- (αμετάβατο) γίνομαι καλύτερος, βελτιώνομαι
Συγγενικά
- ακαλυτέρευτος
- καλυτέρευση / καλυτέρεψη
- → δείτε τις λέξεις καλύτερος και καλός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καλυτερεύω | καλυτέρευα | θα καλυτερεύω | να καλυτερεύω | καλυτερεύοντας | |
| β' ενικ. | καλυτερεύεις | καλυτέρευες | θα καλυτερεύεις | να καλυτερεύεις | καλυτέρευε | |
| γ' ενικ. | καλυτερεύει | καλυτέρευε | θα καλυτερεύει | να καλυτερεύει | ||
| α' πληθ. | καλυτερεύουμε | καλυτερεύαμε | θα καλυτερεύουμε | να καλυτερεύουμε | ||
| β' πληθ. | καλυτερεύετε | καλυτερεύατε | θα καλυτερεύετε | να καλυτερεύετε | καλυτερεύετε | |
| γ' πληθ. | καλυτερεύουν(ε) | καλυτέρευαν καλυτερεύαν(ε) |
θα καλυτερεύουν(ε) | να καλυτερεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καλυτέρεψα | θα καλυτερέψω | να καλυτερέψω | καλυτερέψει | ||
| β' ενικ. | καλυτέρεψες | θα καλυτερέψεις | να καλυτερέψεις | καλυτέρεψε | ||
| γ' ενικ. | καλυτέρεψε | θα καλυτερέψει | να καλυτερέψει | |||
| α' πληθ. | καλυτερέψαμε | θα καλυτερέψουμε | να καλυτερέψουμε | |||
| β' πληθ. | καλυτερέψατε | θα καλυτερέψετε | να καλυτερέψετε | καλυτερέψτε | ||
| γ' πληθ. | καλυτέρεψαν καλυτερέψαν(ε) |
θα καλυτερέψουν(ε) | να καλυτερέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καλυτερέψει | είχα καλυτερέψει | θα έχω καλυτερέψει | να έχω καλυτερέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις καλυτερέψει | είχες καλυτερέψει | θα έχεις καλυτερέψει | να έχεις καλυτερέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει καλυτερέψει | είχε καλυτερέψει | θα έχει καλυτερέψει | να έχει καλυτερέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καλυτερέψει | είχαμε καλυτερέψει | θα έχουμε καλυτερέψει | να έχουμε καλυτερέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε καλυτερέψει | είχατε καλυτερέψει | θα έχετε καλυτερέψει | να έχετε καλυτερέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καλυτερέψει | είχαν καλυτερέψει | θα έχουν καλυτερέψει | να έχουν καλυτερέψει |
| |
Μεταφράσεις
καλυτερεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.