καλυτέρεψη

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

καλυτέρεψη < (καλυτερεύω) καλυτερε- + -ψη

Ουσιαστικό

καλυτέρεψη θηλυκό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.