καλπουζάνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καλπουζάνος οι καλπουζάνοι
      γενική του καλπουζάνου των καλπουζάνων
    αιτιατική τον καλπουζάνο τους καλπουζάνους
     κλητική καλπουζάνε καλπουζάνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλπουζάνος < (άμεσο δάνειο) τουρκική kalpazan < περσική قلب زن (qalb zan)

Ουσιαστικό

καλπουζάνος αρσενικό (θηλυκό: καλπουζάνα)

  1. αυτός που φτιάχνει κάλπικα νομίσματα
     συνώνυμα: κιβδηλοποιός, παραχαράκτης, πλαστογράφος
  2. (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) άνθρωπος που φέρεται δόλια
     συνώνυμα: απατεώνας, δόλιος, ανέντιμος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.