temper

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
temper tempers

Ουσιαστικό

temper (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο χαρακτήρας ενός ατόμου που θυμώνει πολύ εύκολα
    I have a violent temper.
    Έχω βίαιο χαρακτήρα.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) μια σύντομη περίοδος όπου είμαι πολύ θυμωμένος
    I am in a temper.
    Έχω τις κακές μου.
  3. η διάθεση
    I’m in a good/bad temper.
    Είμαι σε καλή/κακή διάθεση.
  4. (στα επίθετα, -tempered) με διάθεση
    bad-tempered - κακοδιάθετος
    good-tempered - καλοδιάθετος

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.