temper
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| temper | tempers |
Ουσιαστικό
temper (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο χαρακτήρας ενός ατόμου που θυμώνει πολύ εύκολα
- ↪ I have a violent temper.
- Έχω βίαιο χαρακτήρα.
- ↪ I have a violent temper.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) μια σύντομη περίοδος όπου είμαι πολύ θυμωμένος
- ↪ I am in a temper.
- Έχω τις κακές μου.
- ↪ I am in a temper.
- η διάθεση
- ↪ I’m in a good/bad temper.
- Είμαι σε καλή/κακή διάθεση.
- ↪ I’m in a good/bad temper.
- (στα επίθετα, -tempered) με διάθεση
- ↪ bad-tempered - κακοδιάθετος
- ↪ good-tempered - καλοδιάθετος
Εκφράσεις
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.