καλντέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καλντέρα | οι | καλντέρες |
| γενική | της | καλντέρας | των | καλντερών |
| αιτιατική | την | καλντέρα | τις | καλντέρες |
| κλητική | καλντέρα | καλντέρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
η καλντέρα της Σαντορίνης

η καλντέρα του Πινατούμπο
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /kalˈde.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καλ‐ντέ‐ρα
Ουσιαστικό
καλντέρα θηλυκό
- (γεωλογία) εδαφική κοιλότητα που σχηματίζεται, όταν υποχωρεί το τμήμα ενός ηφαιστειακού κώνου ή όταν διαβρώνονται βαθμιαία τα εσωτερικά τοιχώματά του
-
καλντέρα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
καλντέρα
|
Αναφορές
- καλντέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.