καλαμάριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | καλαμάριον | τὰ | καλαμάριᾰ |
| γενική | τοῦ | καλαμαρίου | τῶν | καλαμαρίων |
| δοτική | τῷ | καλαμαρίῳ | τοῖς | καλαμαρίοις |
| αιτιατική | τὸ | καλαμάριον | τὰ | καλαμάριᾰ |
| κλητική ὦ! | καλαμάριον | καλαμάριᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καλαμαρίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καλαμαρίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλαμάριον < αρχαία ελληνική κάλαμος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱl̥h₂mos < *ḱolh₂mos < *ḱolh₂-m- / *ḱlh₂-em-[1] (καλάμι, άχυρο)
Ουσιαστικό
καλαμάριον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) μελανοδοχείο
- (ελληνιστική κοινή) (ιχθυολογία) (γαστρονομία) καλαμάρι, καλαμαράκι
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- καλαμάριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.